πυροστάτης

πυροστάτης
ο, ΝΜΑ, και πυριστάτης Α
η πυροστιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο-/ πυρι- (βλ. λ, πυρ) + -στάτης (< ἵστημι), πρβλ. νευρο-στάτης, χορο-στάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυροστάτης — πυροστάτης, ο και πυροστιά, η μεταλλικό τρίποδο κυκλικό ή τριγωνικό για την τοποθέτηση της χύτρας στη φωτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρίστατον — τὸ, Μ πυροστάτης, πυροστιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πυριστάτης / πυροστάτης] …   Dictionary of Greek

  • πυρίστατος — ὁ, Μ πυροστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πυριστάτης / πυροστάτης] …   Dictionary of Greek

  • πυροστιά — η, Ν 1. είδος τριγωνικού ή κυκλικού μεταλλικού τρίποδα κατάλληλου να υποβαστάζει χύτρα ή λέβητα πάνω σε φωτιά, αλλ. πυροστάτης 2. κάμινος με πυροστάτη 3. ως κύριο όν. η Πυροστιά ονομασία τού αστερισμού τού Ηνιόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ.… …   Dictionary of Greek

  • πρόθεμα — το, ΝΜΑ, πρόθημα Ν [προτίθημι] νεοελλ. φωνήεν που τίθεται στην αρχή ορισμένων λέξεων, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, όπως λ.χ. ἀ μείβω, ὄ νομα, ἐ ρετμός στην αρχαία Ελληνική ή α μάχη, α τσίγγανος κ.ά. στη νέα Ελληνική, που αρχίζουν από… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρίμαχος — η, ο, και πυρομάχος, ο / πυριμάχος, ον, και πυρομάχος, ον, ΝΑ αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, στη φωτιά νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο πυρομάχος ο πυροστάτης, η πυροστιά 2. φρ. «πυρίμαχα υλικά» τεχνολ. χαρακτηρισμός υλικών που δεν… …   Dictionary of Greek

  • πυριστάτης — ὁ, Α βλ. πυροστάτης …   Dictionary of Greek

  • τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …   Dictionary of Greek

  • πυροστιά — η 1. πυροστάτης, αλλ. σιδεροστιά. 2. ως κύρ. όν., Πυροστιά ο αστερισμός του Ηνίοχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”